Όταν ήμουν μικρή,
δεν είχα ποτέ ξυπνητήρι. Ξυπνητήρι ήταν η γιαγιά μου. Κουλουριασμένη καθώς
ήμουν ακόμα μες στα σκεπάσματά μου, την άκουγα να πίνει τον καφέ της στην
κουζίνα παρέα με τον παππού. Οι χαμηλόφωνες ομιλίες τους, ο ήχος του φλιτζανιού
πάνω στο πιατάκι, το συρτό ρούφηγμα των χειλιών για να μην τους κάψει το καϊμάκι,
τα σκασίματα της σόμπας καθώς ζεσταινόταν το μαντέμι. Κι ύστερα η πόρτα του
ψυγείου, που σαν άνοιγε καταλάβαινα πως κόντευε η ώρα του σχολείου. Άκουγα το
χέρι της γιαγιάς μου να τραβάει το μπουκάλι από το ράφι και να γεμίζει με αυτό
το μπρίκι. Και μετά από λίγο, άκουγα και το όνομά μου.
Όταν κάπως
μεγάλωσα, έμαθα να ζεσταίνω το γάλα μόνη
μου και μαζί με το δικό μου ζέσταινα και της γιαγιάς. Καμιά φορά όμως όταν
αρρώσταινα, άκουγα και πάλι τα φλιτζάνια να τσουγκρίζουν όσο εγώ βρισκόμουν
κουκουλωμένη κάτω από την κουβέρτα μου. Τότε το μπρίκι γέμιζε με τσάι και το
φλιτζάνι ερχόταν μέσα στο πιάτο συνοδευμένο με ελιές, τυρί και παξιμάδια. Μου άρεζε
πολύ μικρή να αρρωσταίνω, αλλά αρρώσταινα σπάνια κι αυτό ήταν το άσχημο.
Όταν μεγάλωσα κι άλλο
ήρθαν οι φίλοι. Φίλοι, που τα χέρια τους ήταν πιο ζεστά κι από τον ήλιο. Και
τότε τα φλιτζάνια άρχισαν να γεμίζουν με ροφήματα. Ζεστές σοκολάτες και
αχνιστούς καφέδες. Καφέδες στιγμιαίους, χτυπημένους στο χέρι με λεπτές
αδιάλυτες κουκίδες να μένουν πάνω στον αφρό. Καφέδες διπλούς με βαρύ χαρμάνι
και αμέτρητες φουσκάλες. Καφέδες της χαράς, της πίκρας και της παρηγοριάς. Καφέδες
της συντροφιάς, του μοιράσματος και της αγάπης. Και τότε σταμάτησα να μεγαλώνω,
γιατί πολύ απλά μεγαλώναμε όλοι μαζί και αρχίσαμε να μετράμε τα χρόνια μας όλοι
μαζί και να σβήνουμε τα κεράκια μας από την ίδια τούρτα.
Τώρα πια μεγαλώσαμε
για τα καλά και μαζί μας μεγάλωσε και η αγάπη. Όλοι μας λίγο πολύ, βρήκαμε το
ταίρι μας και ανοίξαμε τα δικά μας σπίτια. Η ζωή θα λέγαμε, πως κυλάει πιο
όμορφα κι ας έχει τα σκαμπανεβάσματα της. Πότε με τα πάνω της , πότε με τα κάτω
της, τίποτα δεν είναι εύκολο. Μέσα από δύσκολους καιρούς και μέσα από λογής
συμφορές, μάθαμε κάτι απλό όλα αυτά τα χρόνια, πως όσο το φλιτζάνι μας μένει
αχνιστό, η αγάπη θα έχει πάντα τον τρόπο της τα σκεπάζει όλα…
Τυχαιροί όσοι μεγάλωσαν με τις γιαγιάδες τους!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤυχεροί δε λες τίποτα!
Διαγραφή