Η ιστορία που θα σας
διηγηθώ, είναι μια μικρή καθημερινή ιστορία της διπλανής πόρτας. Δεν έχει
σύνθετη πλοκή, μήτε αγωνία. Έχει όμως περίσσευμα αγάπης και γλυκιά νοσταλγία.
Θυμάμαι ήταν
κάπου στα πρώτα χρόνια της φοίτησης μου στο πολυτεχνείο, όταν ήρθε μια παράξενη
κυρία να γίνει μέρος της καθημερινής μας ρουτίνας. Το πολυτεχνείο, ήταν είναι
και θα είναι ένας κατεξοχήν τεχνοκρατικός χώρος με ανθρώπους που παίρνουν την
ζωή τους και την ιδιότητά τους πολύ στα σοβαρά. Διαλέξεις, εκθέσεις, συνέδρια,
έρευνες, παρουσιάσεις, πολιτικές ζυμώσεις. Πράγματα επιστημονικά και ακαδημαϊκά
και πολλές φορές βαρύγδουπα και επιτηδευμένα.
Μέσα σε όλον αυτόν
τον επιμορφωτικό οίστρο, τα πολύωρα εργαστήρια και τα γεμάτα αμφιθέατρα, υπήρχε
και η παράταιρη εικόνα μιας λαϊκής κυριούλας με παλιομοδίτικο ταγεράκι που
καθόταν πάντα ήρεμη σε μια γωνιά και έπλεκε σεμεδάκια με το βελονάκι της. Ναι,
σεμεδάκια, απλά, παραδοσιακά με λευκή βαμβακερή κλωστή και πλουμιστές δαντέλες.
Σεμεδάκια από αυτά που βάζουν οι γιαγιάδες μας πάνω στις τηλεοράσεις και τα
τραπεζάκια. Από αυτά που σνομπάρουμε και τα θεωρούμε κιτς.
Κάθε μέρα αυτή η
κυριούλα ήταν εκεί, έξω από το αμφιθέατρο και τις αίθουσες εργαστηρίων, ακουμπισμένη
πάνω σε πάγκους, ούτε καν καθιστή σε καρέκλα και έπλεκε ήσυχα το εργόχειρό της.
Κάθε μέρα, επί έξι χρόνια, από το πρωί μέχρι το βράδυ, αυτή η κυρία ήταν εκεί,
ανάμεσα σε διδάκτορες, λέκτορες και φιλόδοξους φοιτητές και όλοι απορούσαν ποια
είναι και τι κάνει.
Αυτή η
μυστηριώδης κυριούλα λοιπόν, ήταν η μητέρα μιας κοπέλας που αντιμετώπιζε κάποια
κινητικά προβλήματα και χρειαζόταν πάντα μία συνοδεία για την μεταφορά της στο
πανεπιστήμιο. Αυτή η κυριούλα, μετρούσε θηλιές και αλυσίδες σαν μικρές
προσευχές όσο η κόρη της βρισκόταν μέσα στα μαθήματά της. Και κοντά στη κόρη της
νιώθαμε κι εμείς πως κάπου εκεί έξω μας
περιμένει και μας μια γλυκιά μανούλα για να μας πάρει όλη την κούραση μακριά.
Η κοπέλα αυτή,
ήταν ένα αξιολάτρευτο πλάσμα με πολλούς φίλους. Με λίγη προσπάθεια και με την
βοήθεια κάποιων άλλων παιδιών θα μπορούσε να κάνει τις μετακινήσεις της ανετότατα.
Η μητέρα της όμως θεωρούσε δικό της χρέος να ξεκουράζει το παιδί της και τα
άλλα παιδιά που ανήκαν στην παρέα. Κι αυτό το αίσθημα χρέους που πήγαζε από
αληθινή αγόγγυστη αγάπη έδινε κουράγιο σε όλους μας.
Μετά από δέκα με
δώδεκα εξάμηνα, η κοπέλα αποφοίτησε, πρόκοψε και σήμερα χαίρεται πλέον την δική
της οικογένεια. Και πώς άλλωστε να μην τα κατάφερνε με τέτοια μαμά που είχε;
Μακάρι όλα τα τραπεζάκια μας να ήτανε ντυμένα με τέτοια σεμεδάκια..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αν είσαι φίλος καλοδεχούμενος, αν ήρθες να σπαμάρεις σκέψου το ξανά!