Το παρακάτω διήγημα έχει γραφτεί στα πλαίσια ενός πρόσφατου
λογοτεχνικού διαγωνισμού με θέμα τον έρωτα στα χρόνια της κρίσης. Από την στιγμή
που δεν έλαβε κάποια διάκριση είμαι ελεύθερη να το δημοσιοποιήσω εδώ. Σίγουρα
οι διαγωνισμοί δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο για την αξία ενός διηγήματος,
αλλά ως άνθρωποι που είμαστε πάντα θα αποζητούμε μία μικρή επιβράβευση. Όπως και
να έχει όμως, από τη στιγμή που αυτή η ιστοριούλα γράφτηκε για να χαρισθεί, ας κάνω
αυτό που πρέπει. Να την χαρίσω σε σας…
(Τα πνευματικά δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα.)
Ξημερώματα στη Θεσσαλονίκη…
Ξημερώματα Σαββάτου και η ανάσα της πόλης
μυρίζει αλκοόλ και ταμπάκο. Κέντρα διασκέδασης γεμάτα από θαμώνες που αναζητούν
λίγες στιγμές ανεμελιάς. Πολύβουα κλαμπάκια για τους ανήσυχους, παρεΐστικα
καφενεία για τους κοινωνικούς και σκοτεινά μπαράκια για τους μοναχικούς. Η ζωή
τη νύχτα δείχνει αλλιώς. Με λίγο ουίσκι και βότκα οι άσχημοι γίνονται όμορφοι,
οι βαρετοί γοητευτικοί, οι ανέραστοι ερωτικοί. Κάθε ψεγάδι σβήνει και κάθε
πρόβλημα ξεχνιέται.
Πολλοί λένε πως οι άνθρωποι που εργάζονται τη νύχτα είναι οι καλύτεροι ψυχολόγοι. Έχουν βγάλει το πανεπιστήμιο της ζωής. Η Κατερίνα, μια νεαρή σερβιτόρα είναι από αυτούς που έχουν βγάλει πολλά πανεπιστήμια, όχι μόνο αυτό της ζωής, αλλά και του Αριστοτελείου. Χημικός μηχανικός με ειδίκευση στα κοκτέιλ. Δεν παραπονιέται όμως, ακόμα κι αν το πτυχίο της μένει στα αζήτητα, ακόμα κι αν η κρίση της ανέτρεψε τα σχέδια, εκείνη απτόητη συνεχίζει να βιοπορίζεται, όπως μπορεί. Μαθημένη από μικρή στα δύσκολα, σηκώνει τον δίσκο της σχεδόν κάθε βράδυ για να εξυπηρετήσει τους μεθυσμένους της πελάτες.
Πλησίον της πλατείας Ελευθερίας και κάθετα στην οδό Βενιζέλου, σε έναν μικρό δρόμο, ονόματι Καλαποθάκη, η Κατερίνα βρήκε ένα ήσυχο στέκι για να κερδίσει το νυχτοκάματό της. Ήρεμη μουσική, καλός κόσμος, φιλότιμα αφεντικά και ικανοποιητικά φιλοδωρήματα. Για την ώρα ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένη με τη δουλειά της. Για το μέλλον, έχει ο Θεός.
Όταν έφυγε και ο τελευταίος πελάτης, η βάρδιά της είχε ολοκληρωθεί και επισήμως. Κοντά στο μαγαζί ήταν και η στάση του λεωφορείου της, μόνο που δεν προτίμησε να πάει κατευθείαν σπίτι της, αλλά να κάνει τον καθιερωμένο της περίπατο πρώτα για να αλλάξει παραστάσεις. Στρίβοντας από την Κομνηνών, βγήκε στη λεωφόρο Νίκης και πέρασε απέναντι στην παραλία. Ο ουρανός ήταν καθαρός και η θάλασσα γαλήνια. Τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή. Άναψε ένα τσιγάρο και απόλαυσε το τοπίο. Από τη μεριά του λιμανιού ερχόταν μουσική από τα κέντρα που συνέχιζαν ακόμα το γλέντι. Ασυναίσθητα έστρεψε το βλέμμα της προς τα κει. Τα βιομηχανικά κτίρια της προβλήτας ήταν πολύ όμορφα φωταγωγημένα και οι προβολείς τους έριχναν λίγο φως πάνω στα νερά του κόλπου, κάνοντάς τα να στραφταλίζουν μέσα στη νύχτα. Το σκηνικό ήταν μαγικό. Έβγαλε το κινητό της από την τσάντα και προσπάθησε να τραβήξει μερικές φωτογραφίες. Κάνοντας μερικά βήματα μπροστά κι έτσι όπως προσπαθούσε να εστιάσει τον φακό, είδε κάτι να κινείται παράξενα στην προβλήτα του λιμανιού. Έμοιαζε με φιγούρα μεθυσμένου ανθρώπου που παραπατούσε κοντά στη θάλασσα. Πολύ επικίνδυνο, συλλογίστηκε και αποφάσισε να πάει πιο κοντά για να σιγουρευτεί. Πλησιάζοντας την είσοδο του λιμανιού, η υποψία της επιβεβαιώθηκε. Υπήρχε όντως ένας άντρας εκεί που τρέκλιζε στην άκρη της προκυμαίας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Κατερίνα έτρεξε μέσα στο λιμάνι για να προλάβει τον άντρα πριν πάθει κάτι κακό.
Ήταν ψηλός με φαρδύ σκελετό και προσεγμένα ρούχα. Από πίσω φαινόταν αρκετά νέος. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στην Κατερίνα. Επιβράδυνε το βήμα της για να μην τον τρομάξει και καθώς ζύγωνε προς το μέρος του μίλησε ευγενικά.
«Χρειάζεστε μήπως βοήθεια;» ο άνδρας που έδειξε να μην ακούει, προχώρησε προς την άκρη του κρηπιδώματος της προβλήτας κοιτώντας κάτω τα σκοτεινά νερά. Η Κατερίνα επανέλαβε πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Είστε καλά κύριε;» Τότε ο άνδρας σήκωσε το ελεύθερό του χέρι και της έκανε ένα νεύμα να σωπάσει. «Μην πλησιάζεις!» της φώναξε αγριεμένα, με μια φωνή που έβγαζε απόγνωση. Κατέβασε μια γουλιά από το ποτό του και μετά πέταξε το μπουκάλι στο κράσπεδο, γέρνοντας τον κορμό του μπροστά έτοιμος να βουτήξει στη θάλασσα. Τα αντανακλαστικά της Κατερίνας όμως, ήταν πιο γρήγορα και πριν προλάβει εκείνος να ορμήσει στα νερά, τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον τράβηξε προς τα πίσω. Το σώμα του ήταν βαρύ και με μιας σωριάστηκε στο έδαφος χτυπώντας ελαφριά το κεφάλι στο πλακόστρωτο. Μια κραυγή πόνου βγήκε από το στόμα του και σε μια στιγμή διαύγειας γύρισε να κοιτάξει τον άνθρωπο που τον έσωσε. Το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο από θυμό και οργή. Για μια στιγμή όμως η έκφρασή του μαλάκωσε, δίνοντας την θέση της στην έκπληξη που ένιωσε μόλις αντίκρισε την Κατερίνα. Ήταν τόσο μικροφτιαγμένη που του φαινόταν απίστευτο πως είχε τη δύναμη να τον ρίξει κάτω.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ξανά.
«Ναι» απάντησε κοφτά.
«Πόσα είναι αυτά;» του έδειξε τα δάχτυλά της .
«Τέσσερα». Της αποκρίθηκε σωστά.
«Μπορείς να σταθείς στα πόδια σου;» τον βοήθησε να σηκωθεί όρθιος και του τίναξε την πλάτη, όπως θα έκανε σε ένα πεντάχρονο που σκόνταψε στην παιδική χαρά. «Ακολούθησέ με, κερνάω καφέ.»
Στην πλατεία Ελευθερίας υπήρχε ένα γωνιακό μπουγατσατζίδικο που προσέφερε πρωινό και καφέ για τους ξενύχτηδες. Η Κατερίνα διάλεξε ένα ήσυχο τραπέζι και παρήγγειλε και για τους δυο τους.
«Εγώ είμαι η Κατερίνα».
«Κι εγώ είμαι ο Στράτος.»
«Στράτο, θα σου κάνω μία στρατόπιτα, γιατί μου φαίνεται δεν έμαθες ακόμα να περπατάς.» Το αστείο της Κατερίνας άρεσε πολύ στον Στράτο κάνοντάς τον να χαμογελάσει και να δείξει πιο συμπαθητικός.
«Νομίζω πως πρέπει να σε ευχαριστήσω για αυτό που έκανες. Δεν σου λέω πως χαίρομαι, γιατί ειλικρινά θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Αλλά ξέρω πως έχω λάθος.»
«Καλά, καλά, πιες τον καφέ σου να συνέλθεις και μην το σκέφτεσαι». Η φωνή της Κατερίνας ήταν ζεστή και στοργική. Η παρουσία της ενέπνευσε μεγάλη ασφάλεια στον Στράτο που ήταν ακόμα σαστισμένος. Το πρόσωπό της ήταν πολύ γλυκό και ήρεμο και τα μάτια της έκρυβαν μια πρωτόγνωρη εσωτερική δύναμη που τον συνεπήρε. Για λίγο ξέχασε τα προβλήματά του και θέλησε να μάθει περισσότερα για κείνη.
«Από πού είσαι Κατερίνα;»
«Από εδώ.»
«Σπουδάζεις;»
«Τελείωσα χημικός μηχανικός;»
«Αλήθεια; Μπράβο! Μικροδείχνεις πολύ. Και τώρα τι κάνεις; Εργάζεσαι;»
«Κάνω ένα μεταπτυχιακό και δουλεύω σε ένα μπαράκι στην Καλαποθάκη.»
«Μη μου πεις ότι πριν λίγο σχόλασες από τη δουλειά;»
«Ναι»
«Καλά και πώς βρέθηκες στο λιμάνι;»
«Έκανα τσιγάρο στην παραλία και σε είδα.»
«Νιώθω πολύ άσχημα τώρα. Αντί να είσαι στο σπίτι σου αυτή τη στιγμή, κάθεσαι μαζί με έναν γελοίο που πήγε να βάλει τέλος στη ζωή του.» Ο Στράτος φανερά ντροπιασμένος σηκώθηκε από την καρέκλα έτοιμος να φύγει.
«Κάτσε κάτω σε παρακαλώ, δεν είσαι ακόμα έτοιμος. Θα ξεκουραστώ αργότερα. Σήμερα έχω ρεπό. Κάτσε σε παρακαλώ. Πρέπει να ξεμεθύσεις και να σιγουρευτώ ότι δεν θα κάνεις πάλι κάποια κουταμάρα.»
«Φαντάζομαι θα έχεις δει πολλούς μεθύστακιες σαν του λόγου μου στο μαγαζί σου.»
«Δόξα τω Θεώ δεν έχω παράπονο.» Ο Στράτος γέλασε σαρκαστικά και συνέχισε.
«Εσύ όμως δεν μου φαίνεσαι να έχεις πιει κάτι. Τα μάτια σου λάμπουν.»
«Ούτε πίνω, ούτε καπνίζω κι αν υπήρχε τρόπος δεν θα δούλευα καν σε μπαράκι. Αλλά είναι το μοναδικό που με βοηθάει να αντεπεξέλθω οικονομικά.»
«Ορίστε που μας καταντήσανε. Να έχεις βγάλει ολόκληρο Πολυτεχνείο και να δουλεύεις βράδυ για να επιβιώσεις. Μένεις μόνη σου;»
«Με την μητέρα μου.»
«Εκείνη εργάζεται;»
«Όχι πια, την απολύσανε πριν ένα χρόνο.»
«Και πώς τα βγάζετε πέρα, αν επιτρέπεται;»
«Είμαστε τυχερές, γιατί το σπιτάκι μας είναι δικό μας. Μπλεξίματα με τράπεζες δεν είχαμε ποτέ. Σε αυτό προνόησε κυρίως η μητέρα μου που δεν της άρεζαν ποτέ τα μεγάλα ξανοίγματα. Οπότε ό,τι βγάζω, όλα πηγαίνουν στα λειτουργικά έξοδα του σπιτιού και στα τρόφιμα. Βέβαια έχουμε το χαράτσι, αλλά το διαμέρισμα είναι παλιό και μικρό και δε μας ζητάνε πολλά.»
«Πολύ σοφή η μάνα σου και πολύ τυχερή που έχει μια κόρη σαν κι εσένα. Εγώ τους ντρόπιασα τους δικούς μου με το σημερινό. Δεν ξέρω πώς να τους το πω.»
«Δεν χρειάζεται να τους πεις τίποτα. Αυτό θα είναι το μυστικό μας». Η τελευταία φράση της Κατερίνας ήχησε διαφορετικά στα αυτιά του Στράτου, που άρχισε να νιώθει πως ίσως αυτή η μέρα να ήταν η πιο τυχερή της ζωή του. Κάτι μέσα του σκίρτησε και ένιωσε την ανάγκη να ανοιχτεί σε αυτήν την κοπέλα που έδειχνε να μην την τρομάζουν τα δύσκολα.
«Εγώ δεν έχω σπουδάσει. Προ κρίσης έκανα το λάθος να πάρω ένα ανοιχτό επαγγελματικό και να ανοίξω ένα κατάστημα αθλητικών ειδών στη Μαρτίου. Στην αρχή πήγαινε καλά, αλλά μετά ήρθε η κρίση και έπεσε η δουλειά κατακόρυφα. Οι δόσεις του δανείου έμειναν απλήρωτες και η τράπεζα απειλεί με κατάσχεση. Μπορούν να μου πάρουν όλο το εμπόρευμα. Το πιο σοβαρό όμως είναι ότι είχε μπει ο πατέρας μου σαν εγγυητής και το πατρικό μας είναι υποθηκευμένο.» Όσο ο Στράτος της έλεγε όλα αυτά, εκείνη του κρατούσε τρυφερά το χέρι, παίρνοντάς του όλο τον πόνο μακριά. Κι εκείνος πήρε θάρρος και της είπε κι άλλα. Για τις ελπίδες που είχε στηρίξει στο μαγαζί του, για τα όνειρα που έκανε για το μέλλον. Την επιθυμία του να ανοίξει το δικό του σπιτικό και την λαχτάρα του να φτιάξει τη δική του οικογένεια.
Κι έτσι η ώρα πέρασε, ενώ έξω είχε ήδη αρχίσει να χαράζει και οι πρώτες αχτίδες του ήλιου του έδειξαν πόσο ανόητος ήταν που θέλησε να το βάλει κάτω. Κοίταξε το κορίτσι στα μάτια, πήρε θάρρος και είπε.
«Λένε, πως, όταν σώσεις τη ζωή κάποιου, τότε αυτή η ζωή σου ανήκει… Λοιπόν Κατερίνα, τι λες;»
«Λέω να έρθεις σπίτι μου να σε κοιμίσω στρωματσάδα και το μεσημέρι να φάμε από τα χεράκια της μητέρας μου…»
Πολλοί λένε πως οι άνθρωποι που εργάζονται τη νύχτα είναι οι καλύτεροι ψυχολόγοι. Έχουν βγάλει το πανεπιστήμιο της ζωής. Η Κατερίνα, μια νεαρή σερβιτόρα είναι από αυτούς που έχουν βγάλει πολλά πανεπιστήμια, όχι μόνο αυτό της ζωής, αλλά και του Αριστοτελείου. Χημικός μηχανικός με ειδίκευση στα κοκτέιλ. Δεν παραπονιέται όμως, ακόμα κι αν το πτυχίο της μένει στα αζήτητα, ακόμα κι αν η κρίση της ανέτρεψε τα σχέδια, εκείνη απτόητη συνεχίζει να βιοπορίζεται, όπως μπορεί. Μαθημένη από μικρή στα δύσκολα, σηκώνει τον δίσκο της σχεδόν κάθε βράδυ για να εξυπηρετήσει τους μεθυσμένους της πελάτες.
Πλησίον της πλατείας Ελευθερίας και κάθετα στην οδό Βενιζέλου, σε έναν μικρό δρόμο, ονόματι Καλαποθάκη, η Κατερίνα βρήκε ένα ήσυχο στέκι για να κερδίσει το νυχτοκάματό της. Ήρεμη μουσική, καλός κόσμος, φιλότιμα αφεντικά και ικανοποιητικά φιλοδωρήματα. Για την ώρα ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένη με τη δουλειά της. Για το μέλλον, έχει ο Θεός.
Όταν έφυγε και ο τελευταίος πελάτης, η βάρδιά της είχε ολοκληρωθεί και επισήμως. Κοντά στο μαγαζί ήταν και η στάση του λεωφορείου της, μόνο που δεν προτίμησε να πάει κατευθείαν σπίτι της, αλλά να κάνει τον καθιερωμένο της περίπατο πρώτα για να αλλάξει παραστάσεις. Στρίβοντας από την Κομνηνών, βγήκε στη λεωφόρο Νίκης και πέρασε απέναντι στην παραλία. Ο ουρανός ήταν καθαρός και η θάλασσα γαλήνια. Τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή. Άναψε ένα τσιγάρο και απόλαυσε το τοπίο. Από τη μεριά του λιμανιού ερχόταν μουσική από τα κέντρα που συνέχιζαν ακόμα το γλέντι. Ασυναίσθητα έστρεψε το βλέμμα της προς τα κει. Τα βιομηχανικά κτίρια της προβλήτας ήταν πολύ όμορφα φωταγωγημένα και οι προβολείς τους έριχναν λίγο φως πάνω στα νερά του κόλπου, κάνοντάς τα να στραφταλίζουν μέσα στη νύχτα. Το σκηνικό ήταν μαγικό. Έβγαλε το κινητό της από την τσάντα και προσπάθησε να τραβήξει μερικές φωτογραφίες. Κάνοντας μερικά βήματα μπροστά κι έτσι όπως προσπαθούσε να εστιάσει τον φακό, είδε κάτι να κινείται παράξενα στην προβλήτα του λιμανιού. Έμοιαζε με φιγούρα μεθυσμένου ανθρώπου που παραπατούσε κοντά στη θάλασσα. Πολύ επικίνδυνο, συλλογίστηκε και αποφάσισε να πάει πιο κοντά για να σιγουρευτεί. Πλησιάζοντας την είσοδο του λιμανιού, η υποψία της επιβεβαιώθηκε. Υπήρχε όντως ένας άντρας εκεί που τρέκλιζε στην άκρη της προκυμαίας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Κατερίνα έτρεξε μέσα στο λιμάνι για να προλάβει τον άντρα πριν πάθει κάτι κακό.
Ήταν ψηλός με φαρδύ σκελετό και προσεγμένα ρούχα. Από πίσω φαινόταν αρκετά νέος. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στην Κατερίνα. Επιβράδυνε το βήμα της για να μην τον τρομάξει και καθώς ζύγωνε προς το μέρος του μίλησε ευγενικά.
«Χρειάζεστε μήπως βοήθεια;» ο άνδρας που έδειξε να μην ακούει, προχώρησε προς την άκρη του κρηπιδώματος της προβλήτας κοιτώντας κάτω τα σκοτεινά νερά. Η Κατερίνα επανέλαβε πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Είστε καλά κύριε;» Τότε ο άνδρας σήκωσε το ελεύθερό του χέρι και της έκανε ένα νεύμα να σωπάσει. «Μην πλησιάζεις!» της φώναξε αγριεμένα, με μια φωνή που έβγαζε απόγνωση. Κατέβασε μια γουλιά από το ποτό του και μετά πέταξε το μπουκάλι στο κράσπεδο, γέρνοντας τον κορμό του μπροστά έτοιμος να βουτήξει στη θάλασσα. Τα αντανακλαστικά της Κατερίνας όμως, ήταν πιο γρήγορα και πριν προλάβει εκείνος να ορμήσει στα νερά, τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον τράβηξε προς τα πίσω. Το σώμα του ήταν βαρύ και με μιας σωριάστηκε στο έδαφος χτυπώντας ελαφριά το κεφάλι στο πλακόστρωτο. Μια κραυγή πόνου βγήκε από το στόμα του και σε μια στιγμή διαύγειας γύρισε να κοιτάξει τον άνθρωπο που τον έσωσε. Το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο από θυμό και οργή. Για μια στιγμή όμως η έκφρασή του μαλάκωσε, δίνοντας την θέση της στην έκπληξη που ένιωσε μόλις αντίκρισε την Κατερίνα. Ήταν τόσο μικροφτιαγμένη που του φαινόταν απίστευτο πως είχε τη δύναμη να τον ρίξει κάτω.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ξανά.
«Ναι» απάντησε κοφτά.
«Πόσα είναι αυτά;» του έδειξε τα δάχτυλά της .
«Τέσσερα». Της αποκρίθηκε σωστά.
«Μπορείς να σταθείς στα πόδια σου;» τον βοήθησε να σηκωθεί όρθιος και του τίναξε την πλάτη, όπως θα έκανε σε ένα πεντάχρονο που σκόνταψε στην παιδική χαρά. «Ακολούθησέ με, κερνάω καφέ.»
Στην πλατεία Ελευθερίας υπήρχε ένα γωνιακό μπουγατσατζίδικο που προσέφερε πρωινό και καφέ για τους ξενύχτηδες. Η Κατερίνα διάλεξε ένα ήσυχο τραπέζι και παρήγγειλε και για τους δυο τους.
«Εγώ είμαι η Κατερίνα».
«Κι εγώ είμαι ο Στράτος.»
«Στράτο, θα σου κάνω μία στρατόπιτα, γιατί μου φαίνεται δεν έμαθες ακόμα να περπατάς.» Το αστείο της Κατερίνας άρεσε πολύ στον Στράτο κάνοντάς τον να χαμογελάσει και να δείξει πιο συμπαθητικός.
«Νομίζω πως πρέπει να σε ευχαριστήσω για αυτό που έκανες. Δεν σου λέω πως χαίρομαι, γιατί ειλικρινά θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Αλλά ξέρω πως έχω λάθος.»
«Καλά, καλά, πιες τον καφέ σου να συνέλθεις και μην το σκέφτεσαι». Η φωνή της Κατερίνας ήταν ζεστή και στοργική. Η παρουσία της ενέπνευσε μεγάλη ασφάλεια στον Στράτο που ήταν ακόμα σαστισμένος. Το πρόσωπό της ήταν πολύ γλυκό και ήρεμο και τα μάτια της έκρυβαν μια πρωτόγνωρη εσωτερική δύναμη που τον συνεπήρε. Για λίγο ξέχασε τα προβλήματά του και θέλησε να μάθει περισσότερα για κείνη.
«Από πού είσαι Κατερίνα;»
«Από εδώ.»
«Σπουδάζεις;»
«Τελείωσα χημικός μηχανικός;»
«Αλήθεια; Μπράβο! Μικροδείχνεις πολύ. Και τώρα τι κάνεις; Εργάζεσαι;»
«Κάνω ένα μεταπτυχιακό και δουλεύω σε ένα μπαράκι στην Καλαποθάκη.»
«Μη μου πεις ότι πριν λίγο σχόλασες από τη δουλειά;»
«Ναι»
«Καλά και πώς βρέθηκες στο λιμάνι;»
«Έκανα τσιγάρο στην παραλία και σε είδα.»
«Νιώθω πολύ άσχημα τώρα. Αντί να είσαι στο σπίτι σου αυτή τη στιγμή, κάθεσαι μαζί με έναν γελοίο που πήγε να βάλει τέλος στη ζωή του.» Ο Στράτος φανερά ντροπιασμένος σηκώθηκε από την καρέκλα έτοιμος να φύγει.
«Κάτσε κάτω σε παρακαλώ, δεν είσαι ακόμα έτοιμος. Θα ξεκουραστώ αργότερα. Σήμερα έχω ρεπό. Κάτσε σε παρακαλώ. Πρέπει να ξεμεθύσεις και να σιγουρευτώ ότι δεν θα κάνεις πάλι κάποια κουταμάρα.»
«Φαντάζομαι θα έχεις δει πολλούς μεθύστακιες σαν του λόγου μου στο μαγαζί σου.»
«Δόξα τω Θεώ δεν έχω παράπονο.» Ο Στράτος γέλασε σαρκαστικά και συνέχισε.
«Εσύ όμως δεν μου φαίνεσαι να έχεις πιει κάτι. Τα μάτια σου λάμπουν.»
«Ούτε πίνω, ούτε καπνίζω κι αν υπήρχε τρόπος δεν θα δούλευα καν σε μπαράκι. Αλλά είναι το μοναδικό που με βοηθάει να αντεπεξέλθω οικονομικά.»
«Ορίστε που μας καταντήσανε. Να έχεις βγάλει ολόκληρο Πολυτεχνείο και να δουλεύεις βράδυ για να επιβιώσεις. Μένεις μόνη σου;»
«Με την μητέρα μου.»
«Εκείνη εργάζεται;»
«Όχι πια, την απολύσανε πριν ένα χρόνο.»
«Και πώς τα βγάζετε πέρα, αν επιτρέπεται;»
«Είμαστε τυχερές, γιατί το σπιτάκι μας είναι δικό μας. Μπλεξίματα με τράπεζες δεν είχαμε ποτέ. Σε αυτό προνόησε κυρίως η μητέρα μου που δεν της άρεζαν ποτέ τα μεγάλα ξανοίγματα. Οπότε ό,τι βγάζω, όλα πηγαίνουν στα λειτουργικά έξοδα του σπιτιού και στα τρόφιμα. Βέβαια έχουμε το χαράτσι, αλλά το διαμέρισμα είναι παλιό και μικρό και δε μας ζητάνε πολλά.»
«Πολύ σοφή η μάνα σου και πολύ τυχερή που έχει μια κόρη σαν κι εσένα. Εγώ τους ντρόπιασα τους δικούς μου με το σημερινό. Δεν ξέρω πώς να τους το πω.»
«Δεν χρειάζεται να τους πεις τίποτα. Αυτό θα είναι το μυστικό μας». Η τελευταία φράση της Κατερίνας ήχησε διαφορετικά στα αυτιά του Στράτου, που άρχισε να νιώθει πως ίσως αυτή η μέρα να ήταν η πιο τυχερή της ζωή του. Κάτι μέσα του σκίρτησε και ένιωσε την ανάγκη να ανοιχτεί σε αυτήν την κοπέλα που έδειχνε να μην την τρομάζουν τα δύσκολα.
«Εγώ δεν έχω σπουδάσει. Προ κρίσης έκανα το λάθος να πάρω ένα ανοιχτό επαγγελματικό και να ανοίξω ένα κατάστημα αθλητικών ειδών στη Μαρτίου. Στην αρχή πήγαινε καλά, αλλά μετά ήρθε η κρίση και έπεσε η δουλειά κατακόρυφα. Οι δόσεις του δανείου έμειναν απλήρωτες και η τράπεζα απειλεί με κατάσχεση. Μπορούν να μου πάρουν όλο το εμπόρευμα. Το πιο σοβαρό όμως είναι ότι είχε μπει ο πατέρας μου σαν εγγυητής και το πατρικό μας είναι υποθηκευμένο.» Όσο ο Στράτος της έλεγε όλα αυτά, εκείνη του κρατούσε τρυφερά το χέρι, παίρνοντάς του όλο τον πόνο μακριά. Κι εκείνος πήρε θάρρος και της είπε κι άλλα. Για τις ελπίδες που είχε στηρίξει στο μαγαζί του, για τα όνειρα που έκανε για το μέλλον. Την επιθυμία του να ανοίξει το δικό του σπιτικό και την λαχτάρα του να φτιάξει τη δική του οικογένεια.
Κι έτσι η ώρα πέρασε, ενώ έξω είχε ήδη αρχίσει να χαράζει και οι πρώτες αχτίδες του ήλιου του έδειξαν πόσο ανόητος ήταν που θέλησε να το βάλει κάτω. Κοίταξε το κορίτσι στα μάτια, πήρε θάρρος και είπε.
«Λένε, πως, όταν σώσεις τη ζωή κάποιου, τότε αυτή η ζωή σου ανήκει… Λοιπόν Κατερίνα, τι λες;»
«Λέω να έρθεις σπίτι μου να σε κοιμίσω στρωματσάδα και το μεσημέρι να φάμε από τα χεράκια της μητέρας μου…»
Κι ο Στράτος
ακολούθησε την Κατερίνα και κοντά της έμαθε πως τα όνειρα χτίζονται μόνο με
αγάπη…
πολύ ωραίο πραγματικά,αν και ξέρεις ότι έχω πάντα εμπιστοσύνη στα συγγραφικά σου ταλέντα!και όχι μόνο..
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Αγγελικούλα μου που έκανες προφίλ, άντε βάλε μπροστά και το blog!
ΔιαγραφήΠολύ ωραίο Christina !!! Λιτό, σύγχρονο και "to the point"!!! Και ο λόγος "ρέει"... Καλό σου απόγευμα !!! Καλά να περνάς !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ χαίρομαι που σου άρεσε! Σήμερα πέρασα από Ροντόντα και έβγαλα φωτογραφίες και σε μνημόνευσα!
ΔιαγραφήΠάρα πολύ ωραίο, σύγχρονο, απεικονίζει όλα τα σημερινά προβλήματα και επί πλέον είναι ανθρώπινο και τρυφερό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣου φτάνει το δικό μας βραβείο;
Πολλά φιλιά
Ωωωωω! Αν μου φτάνει λέει; Μου φτάνει και μου περισσεύει!! Ευχαριστώ πάρα πολύ!!!
Διαγραφή