link |
Love is like oxygen
You get too much you get too high
Not enough and you're gonna die
Love gets you high
Το άσμα το λέει
καθαρά. Η αγάπη είναι οξυγόνο, τι δεν καταλαβαίνεις; Η αγάπη είναι σαν το
οξυγόνο, αν πάρεις μεγάλη δόση την ακούς, αν δεν πάρεις αρκετή δόση πεθαίνεις. Κι
αν δεν το έπιασες ακόμα το υπονοούμενο οι έτεροι μπλανζέ τύποι της εποχής Roxy music το λένε ξεκάθαρα χωρίς υπαινιγμούς. Love is the drug. Η αγάπη είναι το ναρκωτικό. Η αγάπη είναι το μέγιστο ναρκωτικό και η
μεγαλύτερη εξάρτηση. Όποιος πει πως δεν χρειάζεται αγάπη είναι ήδη νεκρός και
δεν το ξέρει.
Ήδη από την
κοιλιά της μάνας μας αναζητούμε την αγάπη. Κάνουμε αισθητή την παρουσία μας με κολοτούμπες
και κλωτσιές για να ζητήσουμε λίγη
προσοχή, πόσο μάλλον όταν μεγαλώσουμε λιγουλάκι κι αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε
τι ευχαριστεί τους γονείς μας και τι όχι. Κι ειδικά αν είμαστε τυχερά παιδιά
θα πάρουμε πάρα πολλά μπράβο. Αν είμαστε όμως από τα άλλα τα παιδιά, με τα
φουρτουνιασμένα σπίτια και τους βαρύθυμους γονείς, το πράγμα αλλάζει.
Εκεί ο πήχης
μπαίνει πολύ ψηλά και για να πάρεις ένα εύγε ή κάνεις αίτηση στο υπουργείο ή
γίνεσαι το παιδί λάστιχο. Είναι η περίπτωση που δημιουργούνται τα παιδιά θαύματα. «Αχ
βρε μα πόσα ταλέντα έχει τέλος πάντων αυτό το παιδί; Μα σε όλα τέλειο είναι;
Πρώτο στο σχολείο; Πρώτο στο ωδείο, στ’ αγγλικά, στη ζωγραφική; Ακόμα και στη
μαγειρική; Αχ δε το πιστεύω ακόμα και το γάλα του, μόνο του έμαθε να το
ζεσταίνει! Καλά και ξυπνάει και το πρωί μονάχο του; Τι λες βρε παιδί μου; Α
ώστε πάει και στην εκκλησία μόνο του ασυνόδευτο; Καλά τι ευλογημένο παιδί είναι
αυτό; Α όλα κι όλα είστε πάρα πολύ τυχεροί γονείς. Μα πάρα πολύ τυχεροί.»
Κι εκεί είναι που αρχίζουν και φουσκώνουν από
υπερηφάνεια οι γονείς και όλο τους το σόι μαζί και μαθαίνουν να εθίζονται στην
ηδονή του να είσαι ένας πολύ πετυχημένος γονιός. Ξαφνικά το παιδί από αόρατο
αρχίζει και γίνεται το επίκεντρο της προσοχής όλων. Αν δεν πήγαν τα επαγγελματικά
καλά, δεν πειράζει το παιδί μας μια μέρα θα διαπρέψει και θα μας συντηρεί
όλους. Αν δεν πήγε καλά ο γάμος δεν πειράζει μωρέ, το παιδί θα μας δώσει
μεγάλες χαρές. Κι αυτή η αχώνευτη η Πιπίτσα που όλο κοκορεύεται που ο άντρας της
βγάζει πολλά λεφτά, θα σκάσει που ο γιόκας της δεν έγινε σημαιοφόρος και έγινε
το δικό μας το παιδί!
Και το κακόμοιρο
το παιδί με τούτα και με κείνα μαθαίνει πως η τελειότητά του, είναι το κλειδί της
επιτυχίας και της επιβράβευσης. Μα σαν έρθει το πλήρωμα του χρόνου και βγούνε
στην επιφάνεια οι αληθινές επιθυμίες και οι ανάγκες του παιδιού, η σύγκρουση
είναι πλέον αναπόφευκτη. Σύγκρουση πρωτίστως εσωτερική.
Πράγματα, στόχοι
και ασχολίες που άλλοτε γίνονταν με μεγάλη χαρά και προθυμία, ξαφνικά
μετατρέπονται σε ασήκωτα φορτία. Και το παιδί σαν νεαρός ενήλικας πλέον αρχίζει
να διερωτάται. «Μα πώς, αφού εγώ ήμουν πρώτος σε όλα αυτά! Αφού ήθελα τόσο πολύ
τα πετύχω σε όλα, τι είναι αυτό που με φρενάρει; Τι είναι αυτό που με κάνει να
τα σιχαίνομαι όλα πλέον; Τι είναι αυτό που με κάνει να μην μπορώ να πάρω τα πόδια
μου;»
Οι απαντήσεις δεν έρχονται με τη μία γιατί το παιδί έχει μάθει να ταυτίζει τις φιλοδοξίες του με τις φιλοδοξίες των γονιών του. Έρχονται όμως άλλα πράγματα. Έρχεται η αμέλεια, η κούραση, τα ψυχοσωματικά, η αντιδραστικότητα, η επιθετικότητα, τα νεύρα, οι αποτυχίες. Και μαζί με όλα αυτά έρχονται και οι επικρίσεις από τη μεριά των γονιών, η στοχοποίηση και η απόρριψη. «Δεν σε αναγνωρίζω πια. Εσύ δεν ήσουν ποτέ τέτοιο παιδί. Εσύ ήσουν καλό και προκομμένο παιδί. Τα ξαδέρφια σου όλα έγιναν μεγάλοι και τρανοί, εσύ τα παράτησες.» Ο γονιός σαστίζει, τα χάνει. Τρέχει σε συγγενείς, σε φίλους, σε γειτόνους, σε παπάδες, ζητάει βοήθεια, ζητάει ενισχύσεις. Κι έρχονται τότε πάνω από το παιδί κι άλλοι τριγύρω, σαν τα όρνεα και τσιμπολογάνε ότι απόμεινε από τις σάρκες του.
Οι απαντήσεις δεν έρχονται με τη μία γιατί το παιδί έχει μάθει να ταυτίζει τις φιλοδοξίες του με τις φιλοδοξίες των γονιών του. Έρχονται όμως άλλα πράγματα. Έρχεται η αμέλεια, η κούραση, τα ψυχοσωματικά, η αντιδραστικότητα, η επιθετικότητα, τα νεύρα, οι αποτυχίες. Και μαζί με όλα αυτά έρχονται και οι επικρίσεις από τη μεριά των γονιών, η στοχοποίηση και η απόρριψη. «Δεν σε αναγνωρίζω πια. Εσύ δεν ήσουν ποτέ τέτοιο παιδί. Εσύ ήσουν καλό και προκομμένο παιδί. Τα ξαδέρφια σου όλα έγιναν μεγάλοι και τρανοί, εσύ τα παράτησες.» Ο γονιός σαστίζει, τα χάνει. Τρέχει σε συγγενείς, σε φίλους, σε γειτόνους, σε παπάδες, ζητάει βοήθεια, ζητάει ενισχύσεις. Κι έρχονται τότε πάνω από το παιδί κι άλλοι τριγύρω, σαν τα όρνεα και τσιμπολογάνε ότι απόμεινε από τις σάρκες του.
Έτσι οι μάσκες πέφτουν. Οι γονείς ξαφνικά συνειδητοποιούν
ότι δεν είναι και τόσο πετυχημένοι όσο νομίζανε κι ότι το παιδί τους δεν είναι
και τόσο αξιοθαύμαστο πλέον. Το δε παιδί συνειδητοποιεί ότι δεν το αγάπησαν
ποτέ πραγματικά και τώρα που δεν εισπράττει το μπράβο τους, θα κυνηγήσει να το
βρει από αλλού. Οι παρέες και οι ομάδες είναι πάντα πρόθυμες να το αγκαλιάσουν
αν είναι εξυπηρετικό και διασκεδαστικό. Πάντα θα υπάρχουν τρόποι και μέσα για
να χωθεί κάπου και να γίνει από κάποιους αρεστό. Εκεί θα έρθουν πολλά μπλεξίματα.
Το αδύναμο παιδί θα κακοπέσει με μαθηματική ακρίβεια στα χειρότερα των
χειροτέρων. Το ψυλλιασμένο παιδί όμως θα κόψει εγκαίρως και θα βάλλει όρια. Αλλά
δε θα σταματήσει ποτέ μα ποτέ να αναζητεί από κάπου αυτήν την λυτρωτική αγάπη. Την
αγάπη χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Κι εδώ είναι το λεπτότερο
σημείο της υπαρξιακής γενναιότητας. Η συνύπαρξη με την μοναξιά και ο απογαλακτισμός
από την επιβράβευση. Η παρρησία του να πει θα ζήσω και χωρίς την αποδοχή των
άλλων. Θα ζήσω και χωρίς να είμαι πετυχημένος στα μάτια των άλλων. Θα ζήσω
γιατί είμαι εγώ, έτσι όπως ακριβώς είμαι. Σ’ όποιον αρέσουμε για τους άλλους δε
θα μπορέσουμε. Και τότε έρχεται η χαρά κι έρχεται και η αγάπη από πρόσωπα
απρόσμενα κι όλα αρχίζουν να κινούνται σε μια καινούρια τροχιά.
Βέβαια αυτό δεν
γίνεται πάντα εύκολα. Οι παγιωμένες καταστάσεις δεν αλλάζουν εύκολα και οι
χειριστικοί άνθρωποι δεν αποδέχονται το κόψιμο των δεσμών, πόσο μάλλον να θελήσουν
να μπουν στη διαδικασία να αναγνωρίσουν τα λάθη τους και να ζητήσουν συγγνώμη.
Η υπακοή είναι πολύ μεγάλο τονωτικό του ναρκισσισμού και πολλοί άνθρωποι
αντλούν ενέργεια και ηδονή από την υποταγή των άλλων. Με πολύ μεγάλο φόβο θα
πω, πως μερικοί άνθρωποι θα προτιμούσαν να βλέπουν τα παιδιά τους άρρωστα
κλεισμένα στο σπίτι και εξαρτώμενα από εκείνους, παρά να τα δουν να χαράζουν τη
δική τους πορεία.
Πολλές φορές
μπερδεύουμε κι εμείς την αγάπη με την υποδούλωση. Νομίζουμε πως το να ορθώνουμε
το ανάστημά μας και να σεβόμαστε την προσωπικότητά μας είναι μια πράξη ασέβειας
προς το πρόσωπο των άλλων. Νομίζουμε πως αγάπη είναι να γινόμαστε το πιόνι του
άλλου. Κι αυτό βέβαια δεν ισχύει μονάχα για τις σχέσεις γονέων και παιδιών αλλά
για όλες τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Θα περάσουμε από πολλές φουρτούνες, απορρίψεις
και απογοητεύσεις μέχρι να μάθουμε να υπερασπιζόμαστε τη ζωή μας. Μπορεί να
φτάσουμε ακόμα και κοντά στο θάνατο.
Μπορεί να μας χτυπήσουν αρρώστιες, συμφορές, ματαιώσεις, κακοτοπιές. Στο τέλος όμως
θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν βρισκόμαστε εδώ για να μη χαλάμε τα χατίρια των
άλλων, αλλά για να μάθουμε να λέμε και
μερικά όχι. Να μάθουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας μέσα από τα δικά μας μάτια κι όχι
μέσα από τα μάτια των άλλων. Να μάθουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας μέσα από τα
λάθη του και όχι μέσα από τα κατορθώματά του.
Μεγάλο θέμα και ανεξάντλητο, με πολλές παραμέτρους και παρακλάδια. Ας μπει όμως για την ώρα μια άνω τελεία...
link |
Όποιος πει πως δεν χρειάζεται αγάπη είναι ήδη νεκρός και δεν το ξέρει.
ΑπάντησηΔιαγραφή