Σαν βλέπω όνειρα το βράδυ είναι τόσο ζωντανά που ανταναριάζει η ψυχή μου. Από τέτοιο όνειρο ξύπνησα εχθές και άλλη έγνοια δεν είχα εξόν από το τι θα μου συνέβαινε μέσα στη μέρα. Βρε τι λαχτάρα θα με βρει πάλι, συλλογιζόμουνα κι έκαμα συνέχεια το σταυρό μου.
Καμπάνες πένθιμες ακούστηκαν από την εκκλησιά και αφού Μεγάλη Παρασκευή δεν έφτασε ακόμα, κάποιο θανατικό θα χτύπησε πάλι το χωριό. Κόσμος πολύς μαζώχτηκε στο προαύλιο και μεγάλη πομπή έφτασε ως τα μνήματα. Βρε πού στο καλό βρεθήκανε τόσοι νοματαίοι στο κορφοβούνι; Είχαμε τόσο σπουδαίο συντοπίτη και δεν το ξέρα;
Κι όλο και ζύγωνε πιο πολύ το μπουλούκι και όλο και ξεχώριζα κι από καμιά φάτσα από το παραθύρι μου. Σιγά, σιγά οι νοματαίοι έφταναν και μέχρι το κατώφλι μου. Μέσα στην ανακατωσούρα μια γυναίκα γύρω στα πενήντα κοντοστάθηκε στην αυλόπορτά μου και σκούπισε με ένα μεταξωτό μαντίλι το φαρδύ μέτωπό της.
Μα τω Θεώ σας λέω, τέτοιο μέτωπο πλατύ δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος πάνω του, στραφτοκοπούσε σαν καλογυαλισμένο ασημικό. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν του κόρακα και άγρια σαν τις μπατανόβουρτσες που πλένουμε τα χαλιά. Η κοψιά της ήταν καλοβαλμένη σαν νιας κοπέλας αλλά το πρόσωπο της πρόδιδε τα χρόνια της.
-Καλημέρα, της είπα, γυρεύετε κάτι;
-Αχ λίγο νερό αν σας είναι εύκολο.
-Αμέσως, παρακαλώ, περάστε λίγο μέσα να ξαποστάσετε.
Και μέχρι να τελειώσω τη φράση μου, είχα ήδη πεταχτεί στην αυλή και της άνοιξα την πόρτα.
Κατάκοπη μα και κορδωμένη, πέρασε σαν κόμισα στο φτωχικό μου.
-Σας ευχαριστώ πολύ, ψέλλισε και έβγαλε τα γυαλιά της.
Γνωστή φυσιογνωμία μου φάνηκε αλλά δεν έδωσα σημασία. Τόσο κόσμο συναντώ όλο και κάπου θα την είχα τρακάρει και δε θα θυμόμουν.
-Δικό σας το σπίτι; με ρώτησε.
-Μπα όχι, το νοικιάζουμε προσωρινώς.
-Θα πάτε αλλού φαντάζομαι.
-Ναι, έτσι λέμε.
-Και πολύ καλά θα κάνετε. Να πάτε σε καλύτερη περιοχή. Εδώ ακόμα βοσκούνε πρόβατα.
-Καθίστε να σας φέρω το νεράκι σας, μη στέκεστε όρθια.
Κι όσο εγώ της γέμιζα το ποτήρι, εκείνη εξέταζε προσεκτικά τον χώρο σα να θελε να του βρει κουσούρια. Το πένθος φέρνει παραξενιές, συλλογίστηκα.
-Το νεράκι σας, ορίστε.
-Τι είναι αυτό; Ρώτησε έντρομη, κοιτάζοντας το ποτήρι με αηδία.
-Το νεράκι σας.
-Από τη βρύση;
-Μα ναι, είναι πεντακάθαρο το νεράκι μας εδώ. Κατευθείαν από το βουνό.
-Καλά και δεν σας βρίσκετε λίγο evian, λίγο perrier;
- Να πεταχτώ στο μάρκετ να σας φέρω αν είναι.
-Όχι, όχι εντάξει, μη σας βάζω σε κόπο. Δεν πειράζει.
-Καλοσύνη σας, της αποκρίθηκα, προσπαθώντας να κρύψω την έκπληξή μου.
-Συμπαθητικός ο καναπές σας μπορώ να πω, τα ριχτάρια όμως από πού τα πήρατε;
-Από την λαϊκή. Τι το θελα όμως και το ξεστόμισα, αυτό η δόλια, η χριστιανή; Άλλαξε η όψη της παλαβής και στράβωσε το σαγόνι της σαν να χε πάθει εγκεφαλικό.
-Από πού τα πήρατε λέει; Αν είναι δυνατόν! Και πώς αντέχετε;
-Γιατί να μην αντέχουμε καλέ, μια χαρά ριχτάρια είναι, τη δουλειά τους την κάνουνε. Να σας πω; Καφεδάκι να σας κάνω ή δεν καταδέχεστε ούτε τον ελληνικό;
-Πράγματι θα προτιμούσα έναν εσπρέσο ή φίλτρου αλλά δεν εμπιστεύομαι του εμπορίου και φαντάζομαι πάρε δώσε με Ιταλία δεν έχετε. Κάντε μου έναν ελληνικό αν προτιμάτε.
-Αμέσως.
-Δε μου λέτε, το σπιτάκι σας έχει και roof garden;
- Θα μπορούσατε να το πείτε κι έτσι, μια ωραία ταράτσα έχει που δεν την αξιοποιήσαμε και πολύ γιατί έχει θέμα με τη μόνωση.
-Μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό σας;
-Και το ρωτάτε; Ελεύθερα.
-Ευχαριστώ πολύ.
Και μέχρι να μιλήσει η παλαβή στο τηλέφωνο και μέχρι να ψήσω εγώ τον καφέ, σηκώθηκε ένας δαιμονισμένος αέρας έξω και μου σήκωσε όλες τις γλάστρες! Και ένα τρελό βουητό σαν τουρμπίνα αεροπλάνου με έριξε κάτω. Τότε έτρεξε η παλαβή να ανέβει τις σκάλες κι εγώ την ακολούθησα κουτρουβαλώντας να την πιάσω.
-Καλέ πού πάτε κυρία; Πού πάτε τρελαθήκατε; Τι πάτε να κάνετε; Της φώναξα.
Σαν αίλουρος τα ανέβαινε τρία-τρία τα σκαλιά και σα να 'τανε στο σπίτι της, άνοιξε την πόρτα της ταράτσας και πανικόβλητη αντίκρισα ένα ελικόπτερο να προσγειώνεται στο δώμα μου! Κι εκεί μόλις κατάλαβα επιτέλους η χαζή, πως την παλαβή την έλεγαν Σταμάτη!
Αυτό κι αν ήταν αυναπάντημα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά πολλά και καλό Σαββατοκύριακο!!
Καλό Σ/Κ Μαρία μου!!!
ΔιαγραφήΧμμμμμμ θέμα και ...όνειρο σημαντικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕν γένει δεν μου αρέσουν πολλά κοράκια που εκ του ασφαλούς τώρα σηκώθηκαν να σπαράξουν την αλλοπαρμένη. Ανέκαθεν το σιχαινόμουνα αυτό.
Ανέκαθεν.....
Καλό Σάββατο Χριστίνα μου.
Νομίζω πως αυτοί που είναι χωμένοι σε κομπίνες κιτρινίζουν περισσότερο, λες και θα τη γλιτώσουν του λόγου τους. Αλλά αυτή η ιστορία που θυμίζει πάλι αυτό που λέγεται πως όταν έχεις λεφτά θεωρείσαι εκκεντρικός και όταν δεν έχεις τρελός. Γιατί κανένας υγιείς άνθρωπος και λεφτά να έχει δεν δίνει 5000 ευρώ για ένα κορδελάκι κουρτίνας, αλλά όταν είναι να πουλήσουν οι μαγαζάτορες ποσώς τους νοιάζει αν στέκει ο άλλος καλά στα λογικά του. Καλό Σ/Κ Γιάννη μου!
ΔιαγραφήΧριστίνα, είσαι απίστευτη!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι έλεγα όταν ξεκίνησα να διαβάζω, "Μα πού το πάει, τι θέλει να πει..."!!!
Μου άρεσαν πάρα πολύ και οι φωτογραφίες με τα άψογα σερβιρισμένα
κεράσματα!!!
Φιλιά, δημιουργικό κορίτσι!!!
χαχαχαχα.....όνειρο ήταν και πάει ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή Ανάσταση Χριστινάκι μου!!!