Για το Αριστάκι
Μια φορά κι έναν καιρό, (όχι και τόσο μακρινό όσο φανταζόμαστε), ζούσε ένας άρχοντας σε μια όμορφη, μικρή πόλη που του ανήκε σχεδόν ολόκληρη. Τα σπίτια, τα καταστήματα, τα άλση και τα πάρκα ήταν όλα κομμάτι της περιουσίας του κι αν κάτι δεν το κατείχε, έβρισκε πάντα τον τρόπο να το αποκτήσει. Αυτός ο άρχοντας είχε πλούτη πολλά και μαζί με τους ''φίλους'' του, διαφέντευε τους κατοίκους της πόλης για έτη πολλά! Δήμαρχο όλοι τον φώναζαν κι ενώ κανένας δεν τον συμπαθούσε, πάντα στις εκλογές έβγαινε πρώτος. Βλέπετε όλοι οι κάτοικοι της πόλης του χρωστούσαν χάρες κι αν τολμούσε κανείς να τον αμφισβητήσει, έχανε τη δουλειά του ή το σπιτικό του.Οι κάτοικοι όμως της πόλης δεν καμάρωναν καθόλου και ειδικά αυτοί που γνώριζαν τις σκοτεινές υποθέσεις του Δημάρχου...
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και στο βιβλιοπωλείο της πλατείας, μπαινόβγαιναν τα πιτσιρίκια για να πουν τα κάλαντα. Το νεαρό ανδρόγυνο του καταστήματος δεν προλάβαινε να μοιράζει χαρτζιλίκια και κεράσματα. Το κρύο ήταν αρκετά τσουχτερό κι ένα μικρό αδεσποτάκι, βρήκε την ευκαιρία μέσα στην κοσμοσυρροή να τρυπώσει μέσα στο βιβλιοπωλείο.
-Αχ Μανώλη για δες ποιος ήρθε να μας πει τα κάλαντα!
-Ωχ Χρυσούλα κάνε κάτι να το διώξεις. Έτσι και το δει κανά μάτι και το σφυρίξει στο Δήμαρχο πάμε χαμένοι!
-Πού να το διώξω βρε Μανώλη! Θες να το μαζέψει κι αυτό ο μπόγιας και να το πάει για ευθανασία;
-Τι να κάνουμε βρε Χρυσούλα; Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Πέντε σκυλιά έχουμε, κυνοκωμείο έχει καταντήσει το σπίτι μας. Πόσα ακόμα σκυλάκια να βοηθήσουμε; Βλέπεις πώς ζοριζόμαστε οικονομικά. Και χρωστάμε και πόσα νοίκια στον τόφαλο τον Δήμαρχο. Αν μάθει πως του πάμε κόντρα θα μας διώξει κακήν κακώς από το μαγαζί και θα μας πάρει και τα σώβρακα. -Έλα μωρέ Μανώλη. Δε το βλέπεις πόσο ταλαιπωρημένο είναι το καλό μου; Θα το κρύψω πίσω στην αποθήκη και σαν φύγουμε θα το πάρω μαζί μας. Έστω μόνο για τις γιορτές. Και μετά σου υπόσχομαι πως θα του βρω οικογένεια. Ο Μανώλης στραβοκοίταξε τη γυναίκα του σε μια τελευταία προσπάθεια να της επιβληθεί, αλλά μάταια! -Έλα σε παρακαλώ, πες πως είναι το δώρο μου για φέτος. Αφού δε μου πήρες δωράκι. Κάνε μου αυτό το δώρο. Κι ο Μανώλης συγκατένευσε με μισή καρδιά, σιχτιρίζοντας τον κακόψυχο Δήμαρχο που αφάνιζε όλα τα κακόμοιρα αδέσποτα της πόλης.
Η χαρά του μικρού σκύλου δεν περιγραφόταν. Μικροκαμωμένος και αδυνατούλης όπως ήταν, χώθηκε μέσα στο παλτό της Χρυσούλας και δεν πήρε κανένας μυρωδιά την παρουσία του.
Πίσω στο σπίτι, μετά από έναν λιτό δείπνο, κατάκοπο τα ζευγάρι από τη δουλειά, περίμενε να μπει ο καινούριος χρόνος και να πέσει για ύπνο. Το ίδιο έκαναν και τα τετράποδα του σπιτιού εκτός από τον μικρό μας φίλο που καθόταν άγρυπνος κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Σαν είχαν κοιμηθεί όλοι του καλού καιρού, τα αυτάκια του σκύλου εντόπισαν έναν παράξενο ήχο που ερχόταν ψηλά από την καμινάδα. Σκόνες και κάπνες έπεσαν μέσα στο τζάκι και μέσα από τα σβησμένα ξύλα ξεπρόβαλε ένα κοκαλιάρικο γκρίζο πόδι.
-Ακίνητος σε τσάκωσα! Γρύλισε ο σκύλος στη μητρική του γλώσσα.
Τώρα στο τζάκι φαινόταν και το άλλο πόδι του παράξενου πλάσματος και σε λίγο ξεπρόβαλε και το κακομούτσουνο πρόσωπό του.-Ακίνητος σου είπα βρωμο- Καλικάτζαρε! Να πας από εκεί που ήρθες.
-Μωρέ τι μας λες παλιόσκυλο; Ποιος σε λογαριάζει εσένα;
Και σαν έκανε ένα βήμα ο Καλικάτζαρος να απλώσει το ποδάρι του στο σαλόνι, όρμησε ο σκύλος πάνω του και του έκοψε ένα κομμάτι από την ουρά του.
-Άου, άου! Ούρλιαξε ο εισβολέας. Τι έκανες ρε παλιόσκυλο! Θα σε κάνω κομματάκια!
Και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις απειλές του, ο σκύλος του έκοψε και την άλλη μισή ουρά.
-Εντάξει, εντάκει παραδίνομαι, θα κάνω ότι μου πεις!
-Υπόσχεσαι; Ρώτησε ο σκύλος
-Υπόσχομαι, υπόσχομαι!
-Ωραία! Θα φύγεις από εδώ και θα πας στο σπίτι που θα σου πω εγώ!
Κι άρχισε ο σκύλος να δίνει οδηγίες στον Καλικάτζαρο σε μια γλώσσα που ποτέ κανείς δε θα καταλάβει κι ο Καλικάτζαρος έδωσε όρκο να εκτελέσει τις προσταγές του σκύλου κατά γράμμα!
Νωρίς το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο και πρώτος και καλύτερος ο μικρός σκύλος χάλασε τον κόσμο με τις φωνές του.
-Έι, έι, τι συμβαίνει εδώ πέρα σαματατζή; Είπε ξέπνοα ο Μανώλης που παραπατούσε καθώς προσπαθούσε να φτάσει το τηλέφωνο.
-Παρακαλώ!
Από την άλλη γραμμή μια φωνή γεμάτη ενθουσιασμό μιλούσε για κάποιο θαύμα που έγινε στην πόλη.
-Θαύμα σου λέω Μανώλη μου θαύμα! Σωθήκαμε! Μας λυπήθηκε ο Θεός.
-Τι έγινε ρε Βαγγέλη, τι έγινε, τι λες;
-Ξεχρεώσαμε σου λέω! Τα τίναξε ο Δήμαρχος Μανώλη μου! Τα τίναξε! Έσκασε από το πολύ φαϊ Μανώλη μου! Έφαγε τον αγλέουρα και πέθανε από ανακοπή! Τον βρήκανε πριν από μια ώρα τέζα με το κεφάλι χωμένο μέσα στους κουραμπιέδες! Στο άκουσμα των νέων ο Μανώλης σάστισε. Πέταξε το ακουστικό στο πάτωμα και έτρεξε προς την κρεβατοκάμαρα.
-Χρυσούλαααα!!!!!!!! Ξύπνα!! Ξύπνα!!! Ο σκύλος θα μείνει!! Ακούς; Ο σκύλος θα γίνει δικός μας!
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Καλή Χρονιά Χριστίνα....! με την όμορφη ιστορία σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή χρονιά Γιάννη μου!!!
ΔιαγραφήΠολύ ωραίο τέλος έχει η ιστορία σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι να γινόταν στ αλήθεια μ αυτούς που φάγανε τα πάντα.
Καλύτερη καλή χρονιά.
Ωραία το έθεσες Ρένα μου το καλύτερη. Για αρχή αυτό μας είναι αρκετό, να είμαστε λίγο καλύτερα από πέρσι.
ΔιαγραφήΚαλύτερη χρονιά λοιπόν!!!
Καλή χρονιά Χριστίνα Ανδρομέδα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤις θερμότερες ευχές μου για ότι καλύτερο!
Καλή χρονιά Αννιώ!!! Καλή και ξεκαρδιστική μας χρονιά!!!
Διαγραφήκαλη χρονια! χρονια πολλα! με υγεια και καθε καλο
ΑπάντησηΔιαγραφήφιλια πολλα
*η ιστορια σουπερ
μου εδωσε εικονες και χαρα
Πολύ καλή χρονιά κορίτσι μου γλυκό! Μια αγκαλιά ευχές για σένα και όλους τους δικούς σου!
Διαγραφή