Χρόνο με το χρόνο γίνομαι όλο και πιο μοναχική ή μάλλον πιο ανεξάρτητη. Κάποτε χρειαζόμουν πάντα κάποιον δίπλα μου για να νιώθω ασφαλής κι αυτό γυρνούσε πολλές φορές εις βάρος μου. Ξέρεις, τα γνωστά. Όλες αυτές οι εκπτώσεις που πρέπει να κάνεις για να κρατήσεις τους άλλους δίπλα σου και οι προσαρμογές του εαυτού σου για να ταιριάξεις στα γούστα των άλλων. Αυτή η πόλη όμως, μου υπενθύμιζε πάντα πως δεν ήμουν δα και τόσο μόνη. Μόλις της αφέθηκα μου χάρισε όλους της τους θησαυρούς
Κάποτε, θυμάμαι, πριν δέκα χρόνια ήταν εξαιρετικά παράτολμο να κάθεσαι μόνος στο πάρκο. Ειδικά για τις κοπέλες ήταν σχεδόν απαγορευτικό. Η παλιά νοοτροπία που ήθελε τους δημόσιους χώρους να είναι μόνο για τους περιθωριακούς έκανε πράγματι τα πάρκα και τις πλατείες επικίνδυνα μέρη για νεαρά κορίτσια. Όπως αντίστοιχα απαγορευτικό ήταν για μια κοπέλα να πίνει μόνη της καφέ. Στις κακές γλώσσες αυτό μεταφραζόταν ως «γυναίκα μόνη ψάχνει». Ευτυχώς όμως όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Μέσα στα όσα άσχημα που μας συμβαίνουν κάποια πράγματα παραδόξως αλλάζουν προς το καλύτερο.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, τα πάρκα και οι πλατείες έχουν γεμίσει ζωή. Νέοι, γέροι και παιδιά όλη σαν μια μεγάλη παρέα. Γίναμε Ευρώπη άραγε ή πήραμε την κρίση και τη ζωή αλλιώς; Ποιος ξέρει; Με ένα βιβλίο παραμάσχαλα και έναν καφέ στο χέρι, κάθε γωνιά της πόλης προσφέρεται για ατελείωτες στιγμές ανάγνωσης και χαλάρωσης. Το κάνουν πλέον όλοι, κανείς δεν σε παρεξηγεί. Μόδα ή όχι εμένα μ’ αρέσει, μου δίνει οξυγόνο
Θεσσαλονίκη λοιπόν. Περί αυτής ο λόγος. Ομορφότερη από ποτέ. Κι όχι δε μιλώ για τα αξιοθέατά της αλλά για τα πρόσωπα που συναντώ στο δρόμο. Για την κυριούλα με το σκύλο της που θα καθίσει να κάνει το τσιγάρο της ατενίζοντας τη θάλασσα, για τους μουσικούς που θα μοιραστούν το ταλέντο τους με τους περαστικούς, για τον ταξιδιώτη που θα ξαποστάσει μια – δυο μέρες, πριν συνεχίσει το δρόμο του για την ανατολή, για όλους αυτούς που μου χαρίζουν γενναιόδωρα το χαμόγελό τους και μια ψιλή κουβέντα. Να, τις προάλλες θα ‘ταν που είχα συναντήσει την Ιωάννα. Εγώ καθόμουν στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου κι εκείνη έβγαζε τα σκυλάκια της βόλτα. Ήρθε το ένα της στην αγκαλιά μου κι από εκεί ξεκίνησε η κουβέντα. Ποια είσαι, που μένεις, πόσο καιρό έχεις κατοικίδια και τα σχετικά. Με τούτα και με κείνα πέρασε κοντά μια ώρα, μέχρι που στο τέλος ανταλλάξαμε προφίλ και τηλέφωνα.
Μια βόλτα η ζωή κι ό,τι προλάβεις να δεις είναι δώρο ανεκτίμητο. Να περιπλανιέσαι ανάμεσα στους ανθρώπους χωρίς σκοπό και να περιμένεις να δεις τι θα σου φέρει ο δρόμος. Καμιά φορά ξεκινώ την περιπλάνηση θέτοντας ένα ερώτημα, κάτι που με απασχολεί και δε μπορώ να βρω απάντηση. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω από το σπίτι. Ο προορισμός ελεύθερος, όπου με βγάλουν τα βήματα. Και ναι, μέχρι το τέλος της μέρας η απάντηση έχει έρθει. Κάποιος, κάποια θα έρθει να με βρει και να μου πει δυο λόγια. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον κύριο Φάνη που ήρθε και κάθισε μια μέρα δίπλα μου, όταν ταξίδευα με το τρένο για Αθήνα. Συντοπίτης κι αυτός, αλλά για χρόνια κάτοικος Αθηνών. Είχε δυο μάτια καταγάλανα και φωτεινά. Μου είπε ιστορίες πολλές για το σπίτι του και την οικογένειά του, με συνόδευσε ως το μετρό και τη στάση που έπρεπε να κατέβω, μέχρι που στο τέλος με ξεπροβόδισε με μια ντουζίνα πατρικές ευχές. «Να μη φοβάσαι τίποτα» μου είπε «κάποτε οι Δωριείς κατακτήσαμε όλο τον κόσμο.»
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο maxmag.gr
Κάποτε, θυμάμαι, πριν δέκα χρόνια ήταν εξαιρετικά παράτολμο να κάθεσαι μόνος στο πάρκο. Ειδικά για τις κοπέλες ήταν σχεδόν απαγορευτικό. Η παλιά νοοτροπία που ήθελε τους δημόσιους χώρους να είναι μόνο για τους περιθωριακούς έκανε πράγματι τα πάρκα και τις πλατείες επικίνδυνα μέρη για νεαρά κορίτσια. Όπως αντίστοιχα απαγορευτικό ήταν για μια κοπέλα να πίνει μόνη της καφέ. Στις κακές γλώσσες αυτό μεταφραζόταν ως «γυναίκα μόνη ψάχνει». Ευτυχώς όμως όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Μέσα στα όσα άσχημα που μας συμβαίνουν κάποια πράγματα παραδόξως αλλάζουν προς το καλύτερο.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, τα πάρκα και οι πλατείες έχουν γεμίσει ζωή. Νέοι, γέροι και παιδιά όλη σαν μια μεγάλη παρέα. Γίναμε Ευρώπη άραγε ή πήραμε την κρίση και τη ζωή αλλιώς; Ποιος ξέρει; Με ένα βιβλίο παραμάσχαλα και έναν καφέ στο χέρι, κάθε γωνιά της πόλης προσφέρεται για ατελείωτες στιγμές ανάγνωσης και χαλάρωσης. Το κάνουν πλέον όλοι, κανείς δεν σε παρεξηγεί. Μόδα ή όχι εμένα μ’ αρέσει, μου δίνει οξυγόνο
Θεσσαλονίκη λοιπόν. Περί αυτής ο λόγος. Ομορφότερη από ποτέ. Κι όχι δε μιλώ για τα αξιοθέατά της αλλά για τα πρόσωπα που συναντώ στο δρόμο. Για την κυριούλα με το σκύλο της που θα καθίσει να κάνει το τσιγάρο της ατενίζοντας τη θάλασσα, για τους μουσικούς που θα μοιραστούν το ταλέντο τους με τους περαστικούς, για τον ταξιδιώτη που θα ξαποστάσει μια – δυο μέρες, πριν συνεχίσει το δρόμο του για την ανατολή, για όλους αυτούς που μου χαρίζουν γενναιόδωρα το χαμόγελό τους και μια ψιλή κουβέντα. Να, τις προάλλες θα ‘ταν που είχα συναντήσει την Ιωάννα. Εγώ καθόμουν στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου κι εκείνη έβγαζε τα σκυλάκια της βόλτα. Ήρθε το ένα της στην αγκαλιά μου κι από εκεί ξεκίνησε η κουβέντα. Ποια είσαι, που μένεις, πόσο καιρό έχεις κατοικίδια και τα σχετικά. Με τούτα και με κείνα πέρασε κοντά μια ώρα, μέχρι που στο τέλος ανταλλάξαμε προφίλ και τηλέφωνα.
Μια βόλτα η ζωή κι ό,τι προλάβεις να δεις είναι δώρο ανεκτίμητο. Να περιπλανιέσαι ανάμεσα στους ανθρώπους χωρίς σκοπό και να περιμένεις να δεις τι θα σου φέρει ο δρόμος. Καμιά φορά ξεκινώ την περιπλάνηση θέτοντας ένα ερώτημα, κάτι που με απασχολεί και δε μπορώ να βρω απάντηση. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω από το σπίτι. Ο προορισμός ελεύθερος, όπου με βγάλουν τα βήματα. Και ναι, μέχρι το τέλος της μέρας η απάντηση έχει έρθει. Κάποιος, κάποια θα έρθει να με βρει και να μου πει δυο λόγια. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον κύριο Φάνη που ήρθε και κάθισε μια μέρα δίπλα μου, όταν ταξίδευα με το τρένο για Αθήνα. Συντοπίτης κι αυτός, αλλά για χρόνια κάτοικος Αθηνών. Είχε δυο μάτια καταγάλανα και φωτεινά. Μου είπε ιστορίες πολλές για το σπίτι του και την οικογένειά του, με συνόδευσε ως το μετρό και τη στάση που έπρεπε να κατέβω, μέχρι που στο τέλος με ξεπροβόδισε με μια ντουζίνα πατρικές ευχές. «Να μη φοβάσαι τίποτα» μου είπε «κάποτε οι Δωριείς κατακτήσαμε όλο τον κόσμο.»
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο maxmag.gr
Δεν είσαι μόνη. Έχεις την φωτογραφική μαζί σου. Καμιά φορά είναι η καλύτερη παρέα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν έμενα Σέρρες πήγαινα συχνά Θεσσαλονίκη. Είχα πολλούς φίλους. Όμορφες στιγμές. Ξεγνοιασιά. Άλλα χρόνια βέβαια. Χωρίς υποχρεώσεις. Τώρα που μένω Αθήνα είναι πολύ δύσκολο να ξαναπάω. Βέβαια αν και ζώντας τόσα χρόνια στο βορρά, ερωτεύτηκα τρελά τον νότο. Οπότε δεν μου λείπει ιδιαίτερα, γιατί με γεμίζει η Αθήνα. Άλλα χρόνια και τώρα. Εξίσου όμορφα.
Αυτό με τα πάρκα το έχω παρατηρήσει και γω αλλά δεν το είχα αναλύσει. Τώρα που το λες συνειδητοποιώ πως έτσι είναι. Μάλλον σιγά σιγά αποβάλουμε τα κόμπλεξ μας και είμαστε πιο ελεύθεροι.
Πάντως αυτές οι μοναχικές φωτογραφικές εξορμήσεις είναι τόσο αναζωογονητικές.
Καλημέρα από την βροχερή Αθήνα.
Λατρευω τη Θεσσαλονικη αν και εχω χρονια να ερθω. Οταν ομως μετακομισα στην αθηνα και δεν ειχα παρα ελάχιστους ανθρωπους να μιλήσω, για μενα ήταν υπεροχο να χανομαι στο κεντρο της πόλης και να ανακαλύπτω μαγαζακια, στενακια και αξιοθεατα. Και τοσα χρονια μετα, δεν το αλλαζω με τιποτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμενω κ αλλες τετοιες μικρες βολτες κουκλα
Χριστίνα μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήμου αρέσουν πάρα πολύ αυτές οι περιηγήσεις, αυτές οι βόλτες. Ειδικά αν συνοδεύονται από όμορφα μέρη και εικόνες ανάλογες.
Και εγώ τις λατρεύω.
Την καλησπέρα μου κορίτσι μου.
Πάλι καλά που είσαι κι εσύ και βγαίνω καμιά βόλτα <3
ΑπάντησηΔιαγραφή