ΕΙΜΑΙ Η ΜΠΕΛΑ
κι αυτή είναι η ιστορία μου..
Ήταν χειμώνας του '12, ένας χειμώνας που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Όλα είχαν ξεκινήσει σαν εκδρομή, όταν το αφεντικό μου με πήγε στο βουνό κάπου στην ανατολική Θεσσαλονίκη για να κυνηγήσουμε μαζί θηράματα. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη που θα είχα την ευκαιρία να τον ευχαριστήσω και να του δείξω πόσο πολύ τον αγαπώ.
Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά.
Μέσα στους πυροβολισμούς και το κυνηγητό το μυαλό μου σάστισε και εκεί που είχα ένα αφεντικό να με προσέχει, ξαφνικά βρέθηκα με σπασμένο πόδι στη μέση του πουθενά.
Οι εικόνες που έχω είναι θολές και δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν το αφεντικό μου με εγκατέλειψε ή αν χάθηκα από μόνη μου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πονούσα και το κρύο μου τρυπούσε τα κόκαλα.
Χώθηκα κάτω από κάτι θάμνους να ξαποστάσω και να ξεκουράσω το πόδι μου. Μόλις ανέκτησα λίγο τις δυνάμεις μου σηκώθηκα για να βρω το αφεντικό μου. Σίγουρα θα ήταν κάπου εκεί γύρω, σίγουρα θα επέστρεψε για να με ψάξει.
Πέρασε η μέρα όμως κι εκείνος δεν φάνηκε. Την τρίτη μέρα είπα πως θα πρεπε να κάνω κάτι κι εγώ, μάζεψα όση δύναμη είχα και άρχισα να ακολουθώ τα ίχνη του. Το κρύο όμως ήταν σφοδρό και εγώ πεινούσα πολύ.
Τι ειρωνεία όμως, το αφεντικό μου ήταν κυνηγός κι εγώ δεν ήξερα να κυνηγώ..
Η μια μέρα διαδεχόταν την άλλη και εγώ άρχισα να χάνω βάρος επικίνδυνα. Η πείνα μου ήταν τόσο μεγάλη που είχα ξεχάσει τα πάντα. Είχα ξεχάσει τι έψαχνα, είχα ξεχάσει που ήμουνα.
Είπα στον εαυτό μου '' θα ακολουθήσω τους ήχους και τα φώτα και κάπου θα βρω κάποιο άλλο αφεντικό να με λυπηθεί.''
Ξαφνικά μετά από πολλές μέρες εκεί που τελειώνανε οι λόφοι και οι θάμνοι, βρήκα τα πρώτα σπίτια. Είχε πολλά σκυλιά όμως κι αυτά πεινασμένα και δεν με άφηναν να σταθώ κάπου.
Τελικά με βρήκαν κάποιοι καλοί άνθρωποι και μου δώσανε αρκετό φαγάκι και αυτό με έκανε πολύ χαρούμενη.
Στην περιοχή είχε και ένα σχολείο με πολλά παιδάκια κι όλα τους με αγάπησαν και μου έδωσαν καινούριο όνομα και με είπαν Μπέλα γιατί ήμουν πολύ ασχημούλα έτσι κοκαλιάρα που είχα γίνει και θέλαν να μου φτιάξουν το κέφι.
Εκεί στη γειτονιά ήταν δύο καλά σπίτια που μου δίνανε φαγάκι. Στο ένα μου δίνανε πολύ φαγακι και πολλά χάδια, αλλά ήταν κάτι άλλα σκυλιά εκεί κι αυτά παρατημένα από άλλα αφεντικά και με έδιωχναν, στο άλλο σπίτι μου δίναν λιγότερο φαγάκι αλλά δεν υπήρχε άλλο σκυλί. Έτσι πήγα εκεί.
Ακόμα ήμουν πολύ κοκαλιάρα αλλά είχα περισσότερες δυνάμεις.
Για κακή μου τύχη όμως μου ήρθε οίστρος γιατί το αφεντικό μου δεν είχε φροντίσει να με στειρώσει και όλα τα αρσενικά της γειτονιάς τρέχανε ξωπίσω μου και σε λίγες μέρες είχα σκυλάκια μέσα στην κοιλίτσα μου.
Έντεκα μωράκια κουβαλούσα και το φαγάκι που έτρωγα δεν με βοηθούσε πολύ.
Εγώ όμως πείσμωσα και έβαλα τα δυνατά μου να αντέξω.
Έπρεπε να βρω κάπου να γεννήσω αλλά ο κόσμος ήταν εχθρικός.
Βρήκα όμως μία καλή κρυψώνα σε έναν όμορφο κήπο ενός σπιτιού που δεν το κατοικούσε κανείς κι εκεί γέννησα τα σκυλάκια μου.
Ήμουν αδύναμη πολύ, αλλά τα σκυλάκια μου τα προστάτεψα και δεν μου πέθανε κανένα. Με το χνώτο μου τα χουχούλιζα και προσπαθούσα να τα κρατήσω ζεστά μέσα στην καρδιά του χειμώνα,
Σιγά, σιγά στη γειτονιά μαθεύτηκε πως έκανα κουτάβια κι έρχονταν κάποιοι καλοί άνθρωποι και δίνανε φαγάκι και στα μωράκια μου. Κι εγώ ήμουν τόσο ευτυχισμένη!
Όμως τα βάσανά μου δεν τελείωσαν.
Τα μωράκια μου μεγάλωσαν και μαζί με τους καλούς ανθρώπους που τα αγάπησαν, παρουσιάστηκαν και κάποιοι κακοί που ήθελαν το κακό τους.
Αυτοί οι κακοί άνθρωποι άρχισαν να φωνάζουν και να απειλούν αυτούς που φέρνανε φαγάκι στα παιδάκια μου κι όλοι φοβήθηκαν και σταμάτησαν, εκτός από μία οικογένεια που όσο τους φώναζαν αυτοί, τόσο περισσότερο τάιζαν εμένα και τα μικρά μου.
Με τούτα και με εκείνα κατάφεραν να σώσουν δύο από τα παιδάκια μου. Το ένα το κάνανε δικό τους και το άλλο το δώσανε σε έναν νεαρό κύριο.
Οι κακοί άνθρωποι όμως θέλουν να διώξουν τα άλλα παιδάκια μου από την φωλίτσα τους και να τα πετάξουν στο δρόμο.
Στο δρόμο όμως έχει αγριόσκυλα και αυτοκίνητα και τα μωράκια μου θα πάθουν κακό.
Η καλή οικογένεια που με φροντίζει προσπαθεί να βρει σπιτάκι για όλα τα μικρά μου, αλλά η γκρίνια και η έχθρα των κακών ανθρώπων τους φέρνει πανικό.
Το ξέρω πως είμαι μόνο ένα σκυλί, μα ο Θεός με θεωρεί και μένα μανούλα που πόνεσα πολύ για να φέρω τα παιδάκια μου στον κόσμο και τα παιδιά μου είναι κι αυτά πλάσματα του Θεού.
ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΜΟΥ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αν είσαι φίλος καλοδεχούμενος, αν ήρθες να σπαμάρεις σκέψου το ξανά!